ακραχολέω

ακραχολέω
ἀκραχολέω (Α) [ἀκράχολος]
είμαι οξύθυμος, οργίλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκραχολοῦντα — ἀκρᾱχολοῦντα , ἀκραχολέω to be passionate pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρᾱχολοῦντα , ἀκραχολέω to be passionate pres part act masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”